χρυσίς

χρυσίς
χρῡσίς, ίδος, ,
A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.;

χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3

; an [dialect] Att. word, Ath.11.502a.
II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χρυσίς — a vessel of gold fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσίς — χρῡσίς , χρυσίς a vessel of gold fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδων — Χρύσις masc gen pl Χρυσίς a vessel of gold fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσί — Χρυσίς a vessel of gold fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδα — Χρυσίς a vessel of gold fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδας — Χρυσίς a vessel of gold fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδες — Χρυσίς a vessel of gold fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδι — Χρυσίς a vessel of gold fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδος — Χρυσίς a vessel of gold fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρύσιδος — Χρύσις masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”